Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραπληροφόρηση η [paraplirofórisi] Ο33 : η (σκόπιμη) διάδοση, διοχέτευση ψευδών πληροφοριών με στόχο ή με αποτέλεσμα την παραπλάνηση, τη σύγχυση του αποδέκτη: Kάνω ~, παραπληροφορώ. Ορισμένοι κύκλοι καλλιεργούν τη σύγχυση και την ~ του ελληνικού λαού.
[λόγ. παρα- 1 πληροφόρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. misinformation]