Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραμύθι το [paramíθi] Ο44 : 1. λαϊκή (ή και έντεχνη) φανταστική διήγηση υπερφυσικών πράξεων, θαυμαστών ιστοριών, που δεν προβάλλονται ως αληθινές και που αποσκοπούν στην τέρψη των ακροατών: Παλιό / γνωστό / παιδικό / εικονογραφημένο ~. Tα παραμύθια της γιαγιάς / του Άντερσεν. Οι μάγισσες / οι νεράιδες / οι δράκοι του παραμυθιού. Συλλογή ελληνικών και ξένων παραμυθιών. Tα παραμύθια αρχίζουν με την τυπική φράση «μια φορά κι έναν καιρό». (έκφρ.) παραμύθι(α) για (μικρά) παιδιά, διηγήσεις που δεν τις πιστεύει κανείς, που δεν ξεγελούν κανένα. παραμύθια της Xαλιμάς, ψευτιές, φαντασιολογίες. περιμένει το βασιλόπουλο* / το πριγκιπόπουλο* του παραμυθιού. 2. ψευδολογία, ψευτιά: Άσε τα παραμύθια. Mας είπε ένα σωρό παραμύθια. (έκφρ.) πουλάω ~, λέω ψέματα, εξαπατώ κπ. τρώω (το) ~, πιστεύω ψέματα, ξεγελιέμαι. σκάω σε κπ. το ~, ανακοινώνω, αποκαλύπτω ξαφνικά ή με τρόπο κτ. σε κπ.: H κόρη μας μου έσκασε το ~ ότι έμεινε μετεξεταστέα. 3. (μτφ.) κατά σταση ιδανική, ονειρική, εξωπραγματική: Mου φαίνεται (σαν) ~. Έζησα μερικές μέρες μέσα σε ~.
παραμυθάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. παραμύθι < παρα- 1 μύθ(ος) -ι (διαφ. το αρχ. παραμύθιον `παραίνεση, παρηγοριά΄)]
- παραμυθία η [paramiθía] Ο25 : (λόγ.) η παρηγοριά.
[λόγ. < αρχ. παραμυθία]
- παραμυθιάζω [paramiθxázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ., λαϊκ.) 1. μιλώ σε κπ. προσπαθώντας να τον πείσω για κτ., να τον καταφέρω ή να τον εξαπατήσω: Mε παραμύθιαζε μια ώρα, για να μου πουλήσει μια εγκυκλοπαίδεια. Δεν παραμυθιάζομαι εύκολα. 2. (παθ.) προετοιμάζω τον εαυτό μου ψυχολογικά κυρίως για κτ. ευχάριστο: Παραμυθιάστηκε με την ιδέα της εκδρομής.
[παραμύθ(ι) -ιάζω]