Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραμυθία η [paramiθía] Ο25 : (λόγ.) η παρηγοριά.
[λόγ. < αρχ. παραμυθία]
- παραμυθιάζω [paramiθxázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ., λαϊκ.) 1. μιλώ σε κπ. προσπαθώντας να τον πείσω για κτ., να τον καταφέρω ή να τον εξαπατήσω: Mε παραμύθιαζε μια ώρα, για να μου πουλήσει μια εγκυκλοπαίδεια. Δεν παραμυθιάζομαι εύκολα. 2. (παθ.) προετοιμάζω τον εαυτό μου ψυχολογικά κυρίως για κτ. ευχάριστο: Παραμυθιάστηκε με την ιδέα της εκδρομής.
[παραμύθ(ι) -ιάζω]