Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραλλαγή η [paralají] Ο29 : α. (συνήθ. ελαφρά) διαφοροποιημένη μορ φή, ποικιλία ενός πράγματος σε σχέση με άλλο ομοειδές, με μια αρχική μήτρα ή με ένα πρωτότυπο: Ο όνυχας είναι ~ του αχάτη. Παραλλαγές ενός (δημοτικού) τραγουδιού / ενός μύθου / ενός παραμυθιού. Mια ~ του αρχικού κειμένου / της αρχικής ιδέας. Προσέχετε τις απομιμήσεις που κυκλοφορούν με μικρή ~ του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας. β. (μουσ.) η διαδοχική επανάληψη ενός μουσικού θέματος με μικρές αλλαγές που δεν αλλοιώνουν τον αρχικό χαρακτήρα του: Mουσικές παραλλαγές πάνω σ΄ ένα θέμα. γ. (βιολ.) εμφανής διαφορά μεταξύ κυττάρων, ατόμων ή ομάδων ενός είδους που οφείλεται σε γενετικά αίτια ή σε επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων. δ. (ναυτ.) η διαφορά μεταξύ της πραγματικής θέσης του βορρά και της διεύθυνσης που δείχνει η πυξίδα. ε. (στρατ.) η αλλοίωση της (εξωτερικής) μορφής αντικειμένων, προσώπων, θέσεων ή εγκαταστάσεων με στόχο να παραπλανήσει και να δυσχεράνει τον εχθρό στον εντοπισμό τους· καμουφλάζ, καμουφλάρισμα: Στολή / φόρμα παραλλαγής, η στρατιωτική στολή που με τα χρώματά της προσφέρει το απαραίτητο καμουφλάζ. ΦΡ λούφα* και ~.
[λόγ. < αρχ. παραλλαγή, ελνστ. σημ.: `ποικιλία΄ & σημδ. γαλλ. variation]