Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραλήρημα το [paralírima] Ο49 : 1. λόγια ασυνάρτητα και χωρίς νόημα, που αποτελούν σύμπτωμα διανοητικής σύγχυσης σε ορισμένες οργανικές ή ψυχικές παθήσεις, παραμιλητό: Ψηνόταν από τον πυρετό και είχε ~. || Tρομώδες ~, οξύ παραλήρημα που εμφανίζεται σε αλκοολικούς και συνοδεύεται από σπασμούς κτλ.· (πρβ. ντελίριο). 2. ακατάσχετη φλυαρία, πολυλογία: Tον έπιασε ένα ρητορικό ~. 3. (μτφ.) ασυγκράτητος, υστερικός (συχνά ομαδικός) ενθουσιασμός, παροξυσμός: ~ χαράς. H είδηση ξεσήκωσε ένα ~ ενθουσιασμού. Ερωτικό ~.
[λόγ. < ελνστ. παραλήρημα `παράλογη φλυαρία΄ σημδ. γαλλ. délire (αντί για το σωστό δανεισμό: ελνστ. παραλήρησις `ντελίριο΄)]
- παραληρηματικός -ή -ό [paralirimatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο παραλήρημα, που είναι αποτέλεσμά του: ~ λόγος.
[λόγ. παραληρηματ- (παραλήρημα) -ικός]