Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρακμή η [parakmí] Ο29 : (σταδιακή) μείωση, φθορά της ακμής, της ανάπτυξης, της ισχύος και, με επέκταση, της αξίας, του κύρους. ANT ακμή: ~ του εμπορίου / της οικονομίας. Λογοτεχνική / καλλιτεχνική / γλωσσική / ηθική ~. Οι παραδοσιακές αξίες / καλλιέργειες / τεχνολογίες βρίσκονται σε ~. Ο βιομηχανικός πολιτισμός μπήκε σε φάση παρακμής. ~ και πτώση της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. || περίοδος που τη χαρακτηρίζει οικονομική, κοινωνική ή ηθική παρακμή: Λογοτεχνία / ποίηση της παρακμής.
[λόγ. < ελνστ. παρακμή]