Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραιτούμαι
1 εγγραφή
παραιτούμαι [paretúme] Ρ10.9β : 1. αποχωρώ εκούσια από μια θέση, μια υπηρεσία, εγκαταλείπω ένα αξίωμα που κατείχα, υποβάλλω παραίτηση: Παραιτήθηκε η κυβέρνηση / ο υπουργός / ο αρχηγός της αεροπορίας / ο διευθυντής. Εξαναγκάστηκε / πιέστηκε να παραιτηθεί. H αντιπολίτευση ζήτησε από την κυβέρνηση να παραιτηθεί. 2. (νομ.) εγκαταλείπω εκουσίως δικαιώματα ή απαιτήσεις μου: Παραιτήθηκε από τα δικαιώματά της στην κληρονομιά / στο οικόπεδο. Δηλώνω ότι ~ από κάθε χρηματική απαίτηση. 3. (μτφ.) εγκαταλείπω δραστηριότητες, προσπάθειες κτλ., παύω να ενδιαφέρομαι για κτ.: Παραιτήθηκε από τις προσπάθειες, όταν διαπίστωσε ότι δεν καρποφορούν. Δεν πρέπει να παραιτηθούμε από τον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος.

[λόγ. < αρχ. παραιτοῦμαι `ζητώ χάρη, απαλλαγή από υποχρέωση΄, ελνστ. σημ.: `δεν αποδέχομαι΄ σημδ. γαλλ. résigner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες