Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραίτηση
1 εγγραφή
παραίτηση η [parétisi] Ο33 : 1. η εκούσια αποχώρηση κάποιου από μια θέση, μια υπηρεσία, η εγκατάλειψη κάποιου αξιώματος που κατείχε: Προκάλεσε έκπληξη η παραίτησή του από την πρωθυπουργία / την προεδρία / την αρχηγία του κόμματος. Tην εξανάγκασαν σε ~. Οι διαδηλωτές ζητούσαν την ~ της κυβέρνησης. 2. η πράξη της παραίτησης, η έγγρα φη ή προφορική δήλωση που κάνει κάποιος γι΄ αυτό το σκοπό: Yποβάλλω / δηλώνω ~. Γραπτή / προφορική ~. Yποβολή παραίτησης. Έθεσε στη διάθεσή τους την παραίτησή της. Tου έστειλε την παραίτησή του. (λόγ. έκφρ.) υπό ~, για κπ. που έχει ξεκινήσει η διαδικασία παραίτησής του. 3. (νομ.) εκούσια εγκατάλειψη δικαιωμάτων, απαιτήσεων: ~ από κληρο νομικά δικαιώματα / από απαιτήσεις. 4. (μτφ.) η εγκατάλειψη δραστηριοτήτων, προσπαθειών, διεκδικήσεων κτλ.: Ύστερα από προσπάθειες ετών ήρθε η κούραση, η απογοήτευση και η ~. H μεγάλη θλίψη από το θάνατο του άντρα της, την οδήγησε σε μια συνολική ~ από τη ζωή.

[λόγ. < αρχ. παραίτη(σις) `παράκληση για απαλλαγή από κακό΄ -ση, ελνστ. σημ.: `άρνηση΄ σημδ. γαλλ. résignation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες