Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρίας ο [parías] Ο3 : 1. μέλος των κατώτερων κοινωνικών ομάδων της ινδουιστικής Iνδίας. 2. για άνθρωπο, ομάδα, λαό κτλ., που έχει μειωμένα (πολιτικά, κοινωνικά κτλ.) δικαιώματα, που έχει χαμηλό κοινωνικό κύρος: Εμείς οι Έλληνες δεν πρέπει να καταντήσουμε οι παρίες της Ευρώπης.
[λόγ. < αγγλ. pariah -ς (από γλ. της Ινδίας, στη σημ.: `τυμπανιστής΄)]