Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρένθεση η [parénθesi] Ο33 : 1. (γραμμ., συνήθ. πληθ.) σημείο στίξης (σύμβολο ( )) που χρησιμοποιείται κυρίως για να περιλάβει λέξεις ή φράσεις (ή και αριθμούς) που παρεμβάλλονται στο λόγο, που διαφοροποιού νται συνήθ. συντακτικά από τις άλλες και εξηγούν ή συμπληρώνουν τα λεγόμενα (γραφόμενα): Aνοίγω / κλείνω μια ~. Γράφω κτ. εντός παρενθέσεων / μέσα σε παρενθέσεις. 2. η λέξη ή η φράση που παρεμβάλλεται στο λόγο και που περικλείεται από το ομώνυμο σημείο στίξης. || (επέκτ.) απομάκρυνση από το κύριο θέμα και αναφορά σε κτ. άλλο που μόνο έμμεση σχέση έχει με αυτό: Θ΄ ανοίξω μια ~ για να αναφερθώ στα γεγονό τα που προηγήθηκαν. 3. (μτφ.) γεγονός, χρονικό διάστημα σύντομης σχετικά διάρκειας, που διακόπτει μιαν ομοιόμορφη, συνεχή ροή και είναι διαφορετικό από ό,τι προηγήθηκε και από ό,τι ακολουθεί: H σημερινή λιακάδα ήταν μια ευχάριστη ~ μέσα στη βροχερή βδομάδα. || ΦΡ (ειρ.) κατουράει σε ~, έχει στραβά πόδια.
[λόγ. < ελνστ. παρένθε(σις) `παρένθετη φράση΄ -ση & γαλλ. parenthèse (< υστλατ. parenthesis < ελνστ. παρένθεσις)]