Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρέμβαση η [parémvasi] Ο33 : η παρεμβολή, η επέμβαση, η μεσολάβηση σε μια διαδικασία, σε ένα πεδίο σχέσεων με στόχο την αλλαγή, την αποκατάσταση, το συμβιβασμό κτλ.: Πολιτική / διοικητική / κρατική / κοινωνική / δικαστική ~. H παρέμβασή του στη συζήτηση / στη διαμάχη ήταν αποφασιστική. Οι όμηροι απελευθερώθηκαν ύστερα από ~ της κυβέρνησης. H απεργία λύθηκε ύστερα από ~ του ίδιου του πρωθυπουργού. Kάνω ~, παρεμβαίνω. Tο καθεστώς της ελεύθερης αγοράς περιορίζει πολύ την ~ του κράτους στην οικονομία. || (νομ.) η ανάμειξη τρίτου (που έχει νόμιμο συμφέρον) σε δίκη που γίνεται ανάμεσα σε άλλους: Εκούσια / κύρια / αναγκαστική ~.
[λόγ. παρεμ(βαίνω) -βα(σις) -ση κατά το σχ.: παρεκβαίνω - παρέκβασις, μτφρδ. γαλλ. intervention]