Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρέκκλιση η [paréklisi] Ο33 : 1. η απομάκρυνση, η εκτροπή από την αρχική, από την κανονική πορεία ή κατεύθυνση· λοξοδρόμισμα. 2. (μτφ.) η απομάκρυνση, η εκτροπή από (ηθικές, πολιτικές κτλ.) αρχές ή κανόνες, η παραβίασή τους: Δεν επιτρέπεται καμιά ~ από την κυβερνητική πολιτική. Tου ασκήθηκε αυστηρή κριτική για σοβαρή ~ από τις θέσεις του κόμματος. || (έκφρ.) κατά ~, παρακάμπτοντας, υπερβαίνοντας κάποιους κανόνες.
[λόγ. < ελνστ. παρέκκλι(σις) -ση]