Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράφορος -η -ο [paráforos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει συναισθηματική και ψυχική ένταση, σφοδρότητα και συχνά βιαιότητα, ορμητικός, ασυγκράτητος: ~ έρωτας / ενθουσιασμός. Ένιωσε γι΄ αυτήν (ένα) παράφορο πάθος.
παράφορα ΕΠIΡΡ: Tον αγάπησε ~. [λόγ. < αρχ. παράφορος]