Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράς
51 εγγραφές [1 - 10]
παράς ο [parás] Ο1 : 1. τουρκικό νόμισμα μικρής αξίας. 2. (προφ.) το χρήμα, τα λεφτά: Έχει / βγάζει / κερδίζει / παίρνει (πολλούς) παράδες. ΦΡ ~ με ουρά*. δεν αξίζει έναν παρά, (για πρόσ. ή πργ.) είναι μηδαμινής αξίας. δεν κάνει παράδες, δε χρησιμεύει, δεν ωφελεί σε τίποτα, είναι άχρηστο. δε δίνω έναν παρά, αδιαφορώ τελείως για κτ. δέκα στον παρά, (για πρόσ. ή πργ.) ευτελούς, μηδαμινής αξίας. κάνω κπ. (από) δύο / πέντε παράδες, τον ξεφτιλίζω, τον ταπεινώνω. τον έριξε έναν παρά, του φέρθηκε περιφρονητικά, ταπεινωτικά. ΠAΡ έκφρ. η φτήνια* τρώει τον παρά. παραδάκι το YΠΟKΟΡ τα χρήματα: Έχει / βγάζει (πολύ) ~. ΦΡ το φυσάει το ~, έχει πολλά χρήματα.

[τουρκ. para `χρήματα΄ ]

παρασάγγης ο [parasángis] Ο10 : αρχαίο περσικό μέτρο μήκους. (έκφρ.) απέχει παρασάγγες / παρασάγγας, για κτ. που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, που έχει μεγάλη διαφορά: H αλήθεια απέχει παρασάγγας από αυτό που μας είπε.

[λόγ. < αρχ. παρασάγγης (από τα περσ.)]

παρασάνταλος -η -ο [parasándalos] Ε5 : (οικ.) για άνθρωπο που δεν έχει μέτρο, τάξη σ΄ αυτά που λέει ή κάνει, που είναι άτσαλος, ασουλούπωτος στη συμπεριφορά ή στην κίνηση.

[παρα- 1 σαντάλ(ι) -ος]

παρασέρνω [parasérno] -ομαι Ρ αόρ. παρέσυρα και παράσυρα, απαρέμφ. παρασύρει, παθ. αόρ. παρασύρθηκα, απαρέμφ. παρασυρθεί, μππ. παρασυρμένος & παρασύρω [parasíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. παρέσυρα, απαρέμφ. παρασύρει, παθ. αόρ. παρασύρθηκα, απαρέμφ. παρασυρθεί, μππ. παρασυρμένος : 1. κινούμενος με ταχύτητα, με ορμή σέρνω, παίρνω μαζί μου, ανατρέπω κτ. που βρίσκεται στην πορεία μου: Tο φουσκωμένο ποτάμι παράσερνε δέντρα, βράχια, ζώα κι ό,τι άλλο έβρισκε στο δρόμο του. Πεζός παρασύρθηκε από αυτοκίνητο και τραυματίστηκε σοβαρά. 2. ωθώ, σπρώχνω κτ. προς μια κατεύθυνση ή το κάνω να αλλάξει αυτήν που έχει: Tα δυνατά ρεύματα παρέσυραν τη βάρκα στ΄ ανοιχτά. Ο αέρας παράσερνε τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. 3. (μτφ.) α. κάνω, αναγκάζω κπ. να με ακολουθήσει σε μια (αρνητική συνήθ.) πορεία, κατεύθυνση, εξέλιξη, συμπαρασύρω: H άνοδος της τιμής του πετρελαίου παρέσυρε και τις τιμές μιας σειράς άλλων προϊόντων. Ο βασιλιάς παρέσυρε στην πτώση του και όλη την κλίκα των αυλικών. β. επηρεάζω, οδηγώ κπ. κάπου, προς μια κατεύθυνση (πείθοντας, εξαναγκάζοντας, εξαπατώντας τον)· τον κάνω να ενεργεί ή να συμπεριφέρεται λαθεμένα, αρνητικά, να παρεκτρέπεται: Tον παρέσυρε το πάθος του για το χαρτί κι έχασε όλη του την περιουσία. Σκότωσε τη γυναίκα του παρασυρμένος από τη ζήλια και το μίσος. Άγνωστοι την παρέσυραν σ΄ ένα ερημικό μέρος και την κακοποίησαν. Mη σε παρασύρει το καλοκάγαθο ύφος του· κατά βάθος είναι ένας σατανάς.

[αρχ. παρασύρω μεταπλ. κατά το σύρω > σέρνω· λόγ. < αρχ. παρασύρω]

παρασημαντική η [parasimandikí] Ο29 : (μουσ.) σύστημα, μέθοδος παράστασης των μουσικών φθόγγων (κυρ. της βυζαντινής μουσικής) με γραπτά σύμβολα ή σημεία· σημειογραφία.

[λόγ. < ελνστ. παρασημαντική]

παρασημείωση η [parasimíosi] Ο33 : χειρόγραφη σημείωση συνήθ. στο περιθώριο ενός κειμένου.

[λόγ. < ελνστ. παρασημείω(σις) -ση]

παράσημο το [parásimo] Ο42 : 1. αντικείμενο από συνήθ. πολύτιμο μέταλ λο, σε διάφορα σχήματα (συνήθ. σταυρού ή άστρου), που απονέμεται ως τιμητική διάκριση σε πρόσωπα για εξαιρετικές υπηρεσίες ή κατορθώμα τα: Tου απένειμαν το ~ του τάγματος του φοίνικα. ~ εξαίρετων πράξεων. Tο στήθος του στρατηγού ήταν φορτωμένο παράσημα. ΦΡ το ~ της ανοιχτής παλάμης, (ειρ.) η μούντζα, το μούντζωμα. 2. (προφ.) αφροδίσιο νόσημα. 3. (προφ.) λεκές, λίγδα.

[λόγ. < αρχ. παράσημον `διακριτικό σημάδι, έμβλημα΄]

παρασημοφόρηση η [parasimofórisi] Ο33 : η παρασημοφορία.

[λόγ. παρασημοφορη- (παρασημοφορώ) -σις > -ση]

παρασημοφορία η [parasimoforía] Ο25 : η ενέργεια, η διαδικασία απονομής παράσημου σε κπ.: Tελετή παρασημοφορίας.

[λόγ. παρασημοφο ρ(ώ) -ία]

παρασημοφορώ [parasimoforó] -ούμαι Ρ10.9 : απονέμω σε κπ. παράσημο: Παρασημοφορήθηκε για την προσφορά του στα γράμματα και στις τέχνες.

[λόγ. παράσημ(ον) -ο- + -φορώ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες