Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράπτωμα το [paráptoma] Ο49 : παράβαση κανόνων νομικού ή ηθικού περιεχομένου: Yπέπεσαν σε βαρύ ~ και θα τιμωρηθούν. || σφάλμα, πταίσμα.
[λόγ. < ελνστ. παράπτωμα (αρχική σημ.: `γλίστρημα΄)]