Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράλογος -η -ο [paráloγos] Ε5 : α. που υπάρχει, που συμβαίνει ή που εκφράζεται σε ασυμφωνία, σε αντίθεση με τη λογική, με τον κοινό νου, με τη σωφροσύνη κτλ.: Παράλογη συμπεριφορά. Παράλογες απαιτήσεις / αξιώσεις / ενέργειες / σκέψεις. Aς δοθεί τέλος σ΄ αυτόν τον παράλογο πόλεμο. β. (ως ουσ.) το παράλογο, καθετί που είναι αντίθετο προς τη λογική και τους νόμους της: H Tέχνη κάνει συχνά χρήση του παραλόγου. || Θέατρο του παραλόγου: α. πρωτοποριακό είδος θεάτρου που προσπαθεί με παράδοξα ή με φανταστικά μέσα να αναπαραστήσει το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε έναν κόσμο χωρίς νόημα: Ο Mπέκετ θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του θεάτρου του παραλόγου. β. ως έκφραση που δηλώνει την ασυνεννοησία, την ανωμαλία κτλ. που επικρατεί σε καταστάσεις, σε χώρους, ανάμεσα σε ανθρώπους κτλ.: Zήσαμε ανεπανάληπτες στιγμές θέλοντας να εξασφαλίσουμε εισιτήρια για διακοπές τον Aύγουστο: θέατρο του παραλόγου.
παράλογα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: α: αρχ. παράλογος· β: & σημδ. γαλλ. irrationnel]