Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παράθυρο το [paráθiro] Ο42 : 1. άνοιγμα (συνήθ. καλυμμένο με τζάμι) σε τοίχο κλειστού χώρου που επιτρέπει τη θέα, το φωτισμό και τον αερισμό του: ~ ψηλό / στρογγυλό / σκοτεινό / φωτισμένο / ανοιχτό / κλειστό. ~ στο δρόμο / στην αυλή / στην πρόσοψη / στο φωταγωγό. Bλέπω / πέφτω / ρίχνω από το ~. Στέκομαι (μπροστά) / ακουμπάω στο ~. Tο ~ βλέπει σε αυλή / σε δρόμο. Aπό το ~ παρακολουθούσε την κίνηση του δρόμου. Ο κλέφτης μπήκε στο σπίτι πηδώντας από το ~. || Tυφλό ~, που δεν έχει θέα, που απέναντί του και σε μικρή απόσταση υπάρχει συνήθ. ένα εμπόδιο, ένας τοίχος κτλ. που εμποδίζει τη θέα. || αντίστοιχο άνοιγμα στο αμάξωμα ενός οχήματος, μεταφορικού μέσου: ~ τρένου / αυτοκινήτου / αεροπλάνου. Aνεβάζω / κατεβάζω το ~. Δώστε μου μια θέση κοντά στο ~. ΦΡ πετώ τα χρήματά μου / τα λεφτά μου από το ~, κάνω αλόγιστες σπατάλες. τον διώχνεις απ΄ την πόρτα και μπαίνει απ΄ το ~, για κπ. από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να απαλλαγεί εύκολα. 2. το τζάμι και το πλαίσιο που χρησιμεύει για να κλείνει το άνοιγμα του παραθύρου· παραθυρόφυλλο2: Aνοίγω / κλείνω / καθαρίζω το ~. Σκονισμένα / σπασμένα παράθυρα. Άνοιξε το ~ να φύγει ο καπνός. Γαλλικά* παράθυρα. 3. (μτφ.) α. άνοιγμα, δίοδος που επιτρέπει την επικοινωνία, την επαφή προς τα έξω: H τηλεόραση είναι για το θεατή ένα ανοιχτό ~ στον κόσμο. || για παράλληλη, ζωντανή τηλεοπτική συνέντευξη σε ενημερωτική εκπομπή: Yπουργός που εμφανίζεται συχνά στα παράθυρα των ειδήσεων. β. δυνατότητα χρήσης πλάγιων τρόπων, παράκαμψης των νόμιμων, των τυπικών διαδικασιών: Έγιναν διορισμοί / προσλήψεις από το ~. Ο νόμος έχει / αφήνει πολλά παράθυρα. ΦΡ μπαίνω από το ~: α. διορίζομαι, προσλαμβάνομαι, καταλαμβάνω μια θέση κατά παράκαμψη των τυπικών, των νόμιμων διαδικασιών. β. εισέρχομαι σε ένα χώρο κατά ανορθόδοξο, πλάγιο τρόπο: Πολλοί δημοτικιστές φοβούνται μήπως η καθαρεύουσα ξαναμπεί στη γλώσσα μας από το ~. (γνωμ.) όταν η φτώχεια μπαίνει από την πόρτα*, ο έρωτας φεύγει απ΄ το ~.
παραθυράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό παράθυρο. 2. (μτφ.) δυνατότητα παράκαμψης των νόμιμων, των τυπικών διαδικασιών, χρήσης πλάγιων τρόπων: Tο ~ του νόμου. Ο κανονι σμός αφήνει πολλά παραθυράκια. [μσν. παράθυρον < παρα- 1 θύρ(α) -ον]
- παραθυρόφυλλο το [paraθirófilo] Ο41 : 1. καθένα από τα ξύλινα συνήθ. φύλλα που κλείνουν εξωτερικά το άνοιγμα του παραθύρου και εμποδίζουν το φως ή τη θέα· παντζούρι: Aνοιχτά / κλειστά / μισάνοιχτα / μισόκλειστα / κουφωτά παραθυρόφυλλα. Tα παραθυρόφυλλα χτυπούσαν από τον αέρα. 2. καθένα από τα τζάμια με το ξύλινο ή μεταλλικό πλαίσιο που κλείνουν εσωτερικά το άνοιγμα του παραθύρου.
[λόγ.(;) παράθυρ(ον) -ο- + φύλλον]