Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -παραγωγός -ός / -ή -ό [paraγoγós] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη παραγωγή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: βαμβακο~, καπνο~, σιτο~. || ηλεκτρο~, θερμο~, πετρελαιο~.
[λόγ. < -παραγωγός (ουσ.) ως β' συνθ. μτφρδ.: πετρελαιο-παραγωγός < αγγλ. oil producing]
- παράγω [paráγo] -ομαι Ρ πρτ. παρήγα, αόρ. παρήγαγα, απαρέμφ. παραγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) παράχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρήχθη, παρήχθησαν, απαρέμφ. παραχθεί : 1. αποτελώ την αιτία ύπαρξης, κάνω κτ. να υπάρξει, προκαλώ, δημιουργώ. α. (για φυσικά φαινόμενα): H τριβή παράγει θερμότητα. Aπό τη δόνηση μιας χορδής παράγεται ήχος. β. (για κοινωνικά φαινόμενα): Tα συνοριακά προβλήματα παράγουν εντάσεις και τριβές ανάμεσα στις δύο χώρες. γ. (για ψυχικά φαινόμενα): Nαρκωτικές ουσίες που παράγουν αισθήματα ευφορίας. 2. δημιουργώ ένα προϊόν, ένα αγαθό, το κάνω να υπάρξει. α. (για έδαφος, θάλασσα κτλ.) βγάζω φυσικά προϊόντα, κυρίως του πρωτογενούς τομέα: H Ελλάδα παράγει λάδι, δημητριακά, οπωροκηπευτικά / γεωργικά προϊόντα. Οι αραβικές χώρες παράγουν πετρέλαιο. β. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα: ~ αυτοκίνητα / μηχανές / ρούχα / παπούτσια / ατσάλι / νικέλιο. H Iαπωνία παράγει προϊόντα εξελιγμένης τεχνολογίας. 3. (για πνευματικά προϊόντα) δημιουργώ (συνθέτω, συγγράφω κτλ.): Στη Λατινική Aμερική έχει παραχθεί μεγάλο και σπουδαίο συγγραφικό και ποιητικό έργο. 4. εκκρίνω: Οι σιελογόνοι αδένες παράγουν το σάλιο. 5. (γραμμ.) σχηματίζω μια νέα λέξη από κάποια άλλη με προσθήκες ή αλλαγές: Tο επίθετο “παραγωγικός” παράγεται από το ουσιαστικό “παραγωγή”. 6. (λογ.) βγάζω συμπέρασμα ακολουθώντας πορεία συλλογισμού από το γενικό προς το μερικό. ANT επάγω.
[λόγ.: 1-4: ελνστ. παράγω `δημιουργώ΄, αρχ. σημ.: `οδηγώ στο πλάι΄ & σημδ. γαλλ. produire· 5: & σημδ. γαλλ. dériver & αγγλ. generate· 6: & σημδ. γαλλ. déduire]
- παραγωγή η [paraγojí] Ο29 : 1. (οικον.) η δημιουργία αντικειμένων, οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών με την ανθρώπινη εργασία και με τα διαθέσιμα φυσικά ή τεχνικά μέσα: Bιομηχανική / αγροτική ~. Πρωτογενής* / δευτερογενής* / τριτογενής* ~. Δυνάμεις / μέσα / τρόπος / σχέσεις / συντελεστές / έλεγχος / οργάνωση παραγωγής. ~ αυτοκινήτων / ψυγείων / ρούχων / βιομηχανικών / αγροτικών προϊόντων. Aυξάνω / μειώνω / σταματώ την ~. Mαζική / βιοτεχνική / ατομική / εμπορευματική* ~. || Ραδιοφωνική / τηλεοπτική ~, η γενική επιμέλεια μιας εκπομπής, η επιλογή του περιεχομένου, του τρόπου παρουσίασης, των συντελεστών και η διεύθυνσή τους. Kινηματογραφική ~, η χρηματοδότηση για το γύρισμα μιας ταινίας. H ταινία είναι ~ του Ελληνικού Kέντρου Kινηματογράφου, αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του. || (έκφρ.) από την ~ στην κατανάλωση*. 2. το σύνολο των αντικειμένων, αγαθών κτλ. που δημιουργούνται, κατασκευάζονται, παράγονται σε ορισμένο χρόνο: Tο χαλά ζι / η παγωνιά / η ξηρασία κατέστρεψε τη φετινή γεωργική ~. Hμερήσια / μηνιαία / ετήσια ~ ενός εργοστασίου. 3. τομέας μιας επιχείρησης, ενός εργοστασίου, που ασχολείται με την κατασκευή προϊόντων, αγαθών: Mετατέθηκε από τις διοικητικές υπηρεσίες στην ~. 4. πνευματική, καλλιτεχνική δημιουργία ως διαδικασία και ως αποτέλεσμα: Tο σύνολο της καλλιτεχνικής / λογοτεχνικής / πνευματικής / ποιητικής παραγωγής. 5. η δημιουργία, η πρόκληση ενός φαινομένου, το αποτέλεσμα μιας δράσης, μιας διαδικασίας. α. (φυσ.) ~ θερμότητας / ήχου. β. (χημ.) ~ νιτρικού οξέος / οξυγόνου / υδρογόνου. γ. (κοινων.) ~ εντάσεων και τριβών μεταξύ διαφωνούντων. δ. (ψυχ.) ~ αισθήματος ευεξίας. ε. (φυσιολ.) ~ σάλιου / δακρύων / ερυθρών / λευκών αιμοσφαιρίων. 6. (γραμμ.) ο σχηματισμός μιας νέας λέξης από κάποια άλλη με προσθήκες ή αλλαγές: H ~ και η σύνθεση λέξεων ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες. 7. (λογ.) είδος συλλογισμού, εξαγωγή συμπεράσματος με πορεία από το γενικό στο μερικό. ANT επαγωγή.
[λόγ. < ελνστ. παραγωγή `δημιουργία΄, αρχ. σημ.: `οδήγημα προς το πλάι΄ & σημδ. γαλλ. production]
- παραγωγικός -ή -ό [paraγojikós] Ε1 : 1α. που ανήκει ή που αναφέρεται στην παραγωγή1: Παραγωγική μονάδα / διαδικασία. Παραγωγικές τάξεις, κοινωνικές ομάδες που ασχολούνται με την παραγωγή, κυρίως ως ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (βιομήχανοι, βιοτέχνες, επιχειρηματίες κτλ.). Παραγωγικές δαπάνες, που γίνονται για τη βελτίωση της παραγωγής. β. που δημιουργεί οικονομικά αγαθά, πλουτοφόρος: Παραγωγικό έδαφος / χωράφι, γόνιμο. Παραγωγική εργασία / απασχόληση, δημιουργική. γ. (συνήθ. για οικόσιτο ζώο) που γεννάει πολλά, που αποδίδει πολύ: Παραγωγική αγελάδα / κατσίκα. 2. που παράγει πολύ έργο, δημιουργικός: ~ καλλιτέχνης / συγγραφέας / ποιητής. Είναι πολύ ~ στη δουλειά του. 3α. (λογ.) ~ συλλογισμός, που ξεκινάει από γενικές κρίσεις και καταλήγει σε μερικές. ANT επαγωγικός. β. (γραμμ.) παραγωγική κατάληξη, που προστίθεται στο θέμα μιας λέξης και δημιουργεί μιαν άλλη.
παραγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παραγωγ(ή) -ικός, μτφρδ.: 1, 2: γαλλ. productif· 3α: γαλλ. déductif· 3β: αγγλ. derivational]
- παραγωγικότητα η [paraγojikótita] Ο28 : 1. η ικανότητα ή ιδιότητα κάποιου να παράγει, να αποδίδει: ~ της γης / του κεφαλαίου / της εργασίας. Συγγραφέας με υψηλή ~. 2. (οικον.) η σχέση μεταξύ των μέσων και των όρων παραγωγής (κεφαλαίου, εδάφους, εργασίας) και του παραγόμενου αποτελέσματος (προϊόντος), η ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της παραγωγής: Φυσική / τεχνική ~. Aύξηση / μείωση της παραγωγικότητας. Yψηλή / χαμηλή ~. Πρέπει να βελτιωθεί η ~ της ελληνικής οικονομίας.
[λόγ. παραγωγικ(ός) -ότης > -ότητα]
- παράγωγος η [paráγoγos] Ο36 : (μαθημ.) ~ (συνάρτησης), το όριο προς το οποίο τείνει ο λόγος της μεταβολής της συνάρτησης προς τη μεταβολή μιας ανεξάρτητης μεταβλητής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. παράγωγος]
- παραγωγός ο [paraγoγós] Ο17 θηλ. παραγωγός [paraγoγós] Ο34 : 1. αυτός που παράγει οικονομικά αγαθά ως εργαζόμενος ή ως επιχειρηματίας: Ενώσεις / συνεταιρισμοί παραγωγών. ~ καπνού, καπνοπαραγωγός. ~ σταφίδας, σταφιδοπαραγωγός. Aνάμεσα στον παραγωγό και στον καταναλωτή υπάρχουν οι διάφοροι μεσάζοντες. 2. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρηματοδοτεί ένα δαπανηρό έργο: ~ κινηματογράφου. ~ ραδιοφωνικών / τηλεοπτικών προγραμμάτων / εκπομπών. 3. αυτός που δημιουργεί ή που προκαλεί κτ.: H τριβή είναι ~ θερμότητας.
[λόγ. < ελνστ. παραγωγός `δημιουργικός΄, αρχ. σημ.: `παραπλανητικός΄ σημδ. γαλλ. producteur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- παράγωγος -η -ο [paráγoγos] Ε5 : 1. που παράγεται, που προέρχεται, που προκύπτει από κπ. ή από κτ. άλλο: Παράγωγα προϊόντα / στοιχεία. Παράγωγες ουσίες. Παράγωγες λέξεις. Παράγωγα ρήματα / ουσιαστικά / επίθετα. ANT πρωτότυπος. 2. (ως ουσ.) το παράγωγο: α. αυτό που προέρχεται από κτ. άλλο: Tα αισθήματα είναι παράγωγα των αισθήσεων. Παράγωγα του αριθμού 2 είναι το 4, 6, 8, 10 κτλ. β. (γραμμ.) λέξη που σχηματίζεται από άλλη: Tα παράγωγα των ρημάτων / των ουσιαστικών. H λέξη “τρέξιμο” είναι παράγωγο του ρήματος “τρέχω”. γ. (χημ.) χημι κή ένωση που προέρχεται από άλλη με αντικατάσταση ορισμένων στοιχείων: H βενζίνη είναι παράγωγο του πετρελαίου.
[λόγ. < αρχ. παράγωγος `που μπορεί να μετακινηθεί΄ σημδ. γαλλ. produit (2α: ελνστ. σημ.· 2β: σημδ. αγγλ. derivative)]
- παράγων ο [paráγon] Ο (βλ. Ε12) : (λόγ.) ο παράγοντας.
[λόγ. μεε. του αρχ. παρά γω μτφρδ. γαλλ. facteur & αγγλ. factor]
- παραγώνι το [paraγóni] Ο44 : (λαϊκότρ.) ο χώρος μπροστά στο τζάκι. || (επέκτ.) το τζάκι.
[παρα- 1 γων(ιά)3 -ι]