Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παπαράτσι ο [paparátsi] Ο (άκλ.) : ανεξάρτητος φωτογράφος που κυνηγάει φορτικά διασημότητες για να τις φωτογραφίσει (κυρ. στην ιδιωτική τους ζωή): Hθοποιός γρονθοκόπησε ενοχλητικό ~.
[ιταλ. paparazzi, πληθ. του paparazzo από όν. φωτογράφου στο φιλμ La dolce vita του F. Fellini με βάση διαλεκτ. ονομασία του μυδιού που ανοιγοκλείνει όπως ο φακός της μηχανής]