Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παξιμάδι
2 εγγραφές [1 - 2]
παξιμάδι 1 το [paksimáδi] Ο44 : αρτοσκεύασμα ψημένο καλά (ή δύο φορές) για να γίνει πολύ σκληρό και ξερό· (πρβ. γαλέτα, φρυγανιά). ΦΡ ξεραίνει* το σκατό του και το κάνει ~. ΠAΡ ΦΡ θέλει βρεμένο το ~, τα θέλει όλα έτοιμα, είναι πολύ τεμπέλης.

[μσν. παξιμάδι < παξιμάδιον < παξαμάδιον (ανομ;) υποκορ. του ελνστ. παξαμ(άς) -άδιον = -άδι από το όν. του αρτοποιού Παξαμά]

παξιμάδι 2 το : (τεχν.) κινητό περικόχλιο· μεταλλικό εξάρτημα (μικρός τετράγωνος ή εξάγωνος δίσκος) με τρύπα η οποία έχει εσωτερικό σπείρωμα για να βιδώνεται μέσα σε αυτήν βίδα.

[< παξιμάδι 1 από ομοιότητα του σχήματος(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες