Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντοδύναμος
1 εγγραφή
παντοδύναμος -η -ο [pandoδínamos] Ε5 : 1. που μπορεί να επιτύχει τα πάντα, που έχει απεριόριστη δύναμη, ισχύ· πανίσχυρος. 2. συνήθ. ως επωνυμία ή επιθετικός προσδιορισμός του Θεού: Παντοδύναμε Θεέ, άκουσε την προσευχή μας. || (ως ουσ.) ο Παντοδύναμος: Aς τον βοηθήσει ο Παντοδύναμος.

[λόγ. < ελνστ. παντοδύναμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες