Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παντιέρα
1 εγγραφή
παντιέρα η [pandjéra] & μπαντιέρα η [bandjéra] Ο25α : σημαία (συνήθ. ναυτική και συνηθέστερα πολεμική). ΦΡ σηκώνω (δική μου) ~, επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαι ή συνηθέστερα γίνομαι απείθαρχος, ανυπάκουος· ΣYN ΦΡ σηκώνω (δικό μου) μπαϊράκι.

[μσν. παντιέρα < ιταλ. bandiera με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα· ιταλ. bandiera]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες