Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παντιέρα η [pandjéra] & μπαντιέρα η [bandjéra] Ο25α : σημαία (συνήθ. ναυτική και συνηθέστερα πολεμική). ΦΡ σηκώνω (δική μου) ~, επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαι ή συνηθέστερα γίνομαι απείθαρχος, ανυπάκουος· ΣYN ΦΡ σηκώνω (δικό μου) μπαϊράκι.
[μσν. παντιέρα < ιταλ. bandiera με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα· ιταλ. bandiera]