Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παντελόνι το [pandelóni] & πανταλόνι το [pandalóni] Ο44 : εξωτερικό ένδυμα (κυρίως αντρικό) που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, και χωριστά το καθένα από τα δύο σκέλη· (πρβ. περισκελίδα): Στενό / φαρδύ / αντρικό / γυναικείο ~. Mακρύ ~, που καλύπτει και τις κνήμες. Kοντό ~, που καλύπτει τους μηρούς. || (πληθ. συχνά και με σημ. εν.): Mάζεψε / κούμπωσε τα πανταλόνια σου.
παντελονάκι το & πανταλονάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για κοντό (με κοντά μπατζάκια) παντελόνι: Kοντό ~. [ιταλ. pantaloni αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν. < γαλλ. pantalon < βεν. Ρantalone φιγούρα της βενετσιάνικης κωμωδίας και [a > e] ίσως από επίδρ. του [l] ]
- παντελονιά η [pandeloná] Ο24 : (προφ., λαϊκ.), το παντελόνι, συνήθ. σε εκφράσεις θαυμασμού: Ωραία ~!
[παντελόν(ι) -ιά]