Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανεπιστημιούπολη η [panepistimiúpoli] Ο33 : ενιαίος χώρος στον οποίο βρίσκονται οι κάθε είδους κτιριακές εγκαταστάσεις των σχολών ενός πανεπιστημίου.
[λόγ. πανεπιστήμι(ον) + -ούπολη]