Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανελλήνιος -α -ο [panelínios] Ε6 : που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους γενικά τους Έλληνες ή σε όλη την Ελλάδα· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το τοπικός ή άλλο επίθετο που εμπεριέχει έννοια τοπικού περιορισμού). α. που συμμετέχουν σ΄ αυτόν άνθρωποι από όλες γενικά τις περιοχές της Ελλάδας: Πανελλήνιο συνέδριο. Πανελλήνια οργάνωση. Πανελλήνιοι αγώνες στίβου. β. που συμβαίνει, γίνεται κτλ. σε όλη γενικώς την Ελλάδα: Πανελλήνια απεργία. Πανελλήνιες εξετάσεις. Πανελλήνια έθιμα. || Πανελλήνια απήχηση. || που συμμετέχει σ΄ αυτόν το σύνολο των Ελλήνων: ~ εορτασμός. Πανελλήνιο πένθος. Πανελλήνια συγκίνηση. (επιρρ. έκφρ.) σε πανελλήνια κλίμακα, σε όλη την Ελλάδα. γ. (ως ουσ.) το πανελλήνιο*.
πανελληνίως & πανελλήνια ΕΠIΡΡ σε όλη την ελληνική επικράτεια: Έγινε ~ γνωστός. [λόγ. < γαλλ. panhellénien `που αναφέρεται σε ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα΄ < pan- = παν- + Hellèn(e) < αρχ. *Ελλην -ιος, κατά τη σημ. του γαλλ. panhellénique `που αναφέρεται σε όλους τους νεότερους Έλληνες΄ (σύγκρ. ελνστ. Πανελλήνιος επίθ. του θεού Δία ως προστάτη των Πανελλήνων)· λόγ. πανελλήνι(ος) -ως]