Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παναμ
6 εγγραφές [1 - 6]
παναμαϊκός -ή -ό [panamaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Παναμά ή στους Παναμέζους ή προέρχεται από αυτόν ή από αυτούς: Παναμαϊκή κυβέρνηση. Παναμαϊκή σημαία. Πλοίο με παναμαϊκή σημαία.

[λόγ. Παναμά(ς) -ικός]

Παναμάς ο [panamás] Ο1 : στη ΦΡ υπόθεση Παναμά, για σκανδαλώδη υπόθεση οικονομικής κατάχρησης στην οποία ενέχονται δημόσια πρόσωπα.

[λόγ. < γαλλ. Ρanama από οικονομικά σκάνδαλα κατά τη διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά]

παναμάς ο [panamás] Ο1 : είδος ελαφρού ψάθινου αντρικού καπέλου. παναμαδάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. panama από το όν. της χώρας της Κεντρικής Aμερικής]

παναμέζικος -η -ο [panamézikos] Ε5 : (προφ.) παναμαϊκός.

[Παναμ(άς) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος)]

παναμερικανικός -ή -ό [panamerikanikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την αμερικανική ήπειρο, τις χώρες της ή τους λαούς της.

[λόγ. < αγγλ. Ρan-American -ικός (pan- = παν-)]

παναμερικανισμός ο [panamerikanizmós] Ο17 : πολιτική κίνηση που στοχεύει στην ανάπτυξη φιλικών δεσμών μεταξύ των κρατών της αμερικανικής ηπείρου.

[λόγ. < αγγλ. Ρan-Americanism (pan- = παν-, -ism = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες