Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πανίδα η [paníδa] Ο26 : το σύνολο των ζώων μιας περιοχής, ενός τόπου: Πλούσια ~. H ~ και η χλωρίδα.
[λόγ. παν(ίς) -ίδα < αρχ. Πᾶν (όν. του αρχ. ποιμενικού θεού) -ίς, μτφρδ. νλατ. fauna (στη νέα σημ.) < υστλατ. Fauna (ρωμαϊκή θεά αδελφή του Faunus, ρωμαϊκού ποιμενικού θεού που ταυτίστηκε με τον Πάνα)]