Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλινόρθωση η [palinórθosi] Ο33 : η επάνοδος μονάρχη που είχε εκδιωχθεί ή η αποκατάσταση μοναρχικού καθεστώτος που είχε καταργηθεί: H ~ των Bουρβώνων στη Γαλλία. H ~ της βασιλείας.
[λόγ. παλινορθω- (παλινορθώ < πάλιν + ορθώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. restauration]