Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιγγενεσία
1 εγγραφή
παλιγγενεσία η [palingenesía & palinjenesía] Ο25 : το να γεννιέται κτ. για δεύτερη φορά, να επιστρέφει από το θάνατο ή την ανυπαρξία στη ζωή· (πρβ. ανάσταση, αναγέννηση), συνήθ. μτφ. για την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τον τουρκικό ζυγό: H ελληνική / η εθνική ~.

[λόγ. < ελνστ. παλιγγενεσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες