Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλαιοντολογία η [paleondolojía] Ο25 : η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα λείψανα και τα ίχνη των ζωικών και των φυτικών όντων από παλαιότερες γεωλογικές εποχές, τα οποία διατηρήθηκαν μέσα σε πετρώματα: ~ του ανθρώπου, παλαιοανθρωπολογία.
[λόγ. < γαλλ. paléontologie < palé(o)- = παλαι(ο)- + αρχ. ὄντ(α δες στο ον) -ο- + -logie = -λογία]