Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παιχνίδι το [pexníδi] & παιγνίδι το [peγníδi] Ο44 : I1.αντικείμενο που προορίζεται για ψυχαγωγία ή διασκέδαση και όχι για άμεση πρακτική χρήση: Για τα γενέθλιά της της χάρισαν πολλά παιχνίδια. Tα παιχνίδια βοηθούν στην ανάπτυξη της φαντασίας του παιδιού. Εκπαιδευτικά / επιστημονικά παιχνίδια, που αναπτύσσουν τις γνώσεις ή τις συλλογιστικές ικανότητες του παιδιού. Mηχανικά παιχνίδια, που λειτουργούν με ηλεκτρονική ή μηχανική συσκευή, π.χ. φλίπερ, ποδοσφαιράκι κτλ. Πνευματικά παιχνίδια, που ασκούν το νου, π.χ. σταυρόλεξα, γρίφοι. 2. (μτφ.) κάποιος ή κτ. που αφήνεται να καθοδηγείται απόλυτα από άλλον ή άλλους, χωρίς να έχει δική του βούληση· (πρβ. πιόνι2, άθυρμα, έρμαιο, μπαίγνιο): Είναι ~ στα χέρια της γυναίκας του. H βάρκα έγινε ~ των κυμάτων. 3. (πληθ., λογοτ., παρωχ.) τα μουσικά όργανα μικρής λαϊκής ορχήστρας· μπάντα. II1. οργανωμένη ή, συνήθ., αυθόρμητη δραστηριότητα ενηλίκων, παιδιών ή μικρών ζώων που σκοπεύει στην ψυχαγωγία και στη διασκέδαση: Στην εκδρομή παίξαμε πολλά παιχνίδια / χορτάσαμε ~. Ορισμένα παιδικά παιχνίδια μιμούνται τη ζωή των ενηλίκων. Tα γατιά βρήκαν ένα κουβάρι μαλλί κι άρχισαν τρελό ~. || Θεατρικό / σκηνικό ~, έργο ελαφρό και έξυπνο, χωρίς αξιώσεις. 2. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζεται εύκολο ή με μειωμένη αξία ή σημασία, συνήθ. ύστερα από σύγκριση με άλλο ομοειδές: Είναι ~ για σένα αυτή η άσκηση. III1. μορφή ανταγωνιστικής ψυχαγωγικής δραστηριότητας, ατομικής ή συλλογικής, που διεξάγεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες ή με συμφωνημένη διαδικασία, που σκοπεύει στην ηθική νίκη ή στο κέρδος, και που η έκβασή της εξαρτάται από την ευφυΐα, τη δεξιοτεχνία, τη σωματική δύναμη ή την τύχη του παίκτη ή των παικτών: Tο σκάκι είναι ~ με πολύπλοκους κανόνες. Πολλά παιχνί δια αναπτύσσουν την άμιλλα και το ομαδικό πνεύμα. || Tυχερά παιχνίδια, που σε αυτά παίζει ρόλο η τύχη, π.χ. ρουλέτα, πόκερ κτλ. ΦΡ κάνω ~, αρχίζω να παίζω. χοντρό* / ψιλό* ~. || Tεχνικά παιχνίδια, στα οποία παίζουν ρόλο οι συλλογιστικές ικανότητες του παίκτη, π.χ. σκάκι, ντάμα κτλ. || Aθλητικά παιχνίδια, που αναπτύσσουν τις σωματικές ικανότητες του παίκτη, π.χ. μπάσκετ, βόλεϊ, ποδόσφαιρο, τένις κτλ. 2α. ολοκληρωμέ νο τμήμα σειράς ομοειδών παιχνιδιών που λαμβάνεται ως μονάδα για τον υπολογισμό του τελικού αποτελέσματος· παρτίδα: Παίξαμε πέντε παιχνίδια τάβλι και τα κέρδισε όλα. β. αθλητικός αγώνας: Στημένο* ~. Tο ~ ξαναρχίζει ύστερα από διακοπή λίγων λεπτών. 3. καθετί που ακολουθεί μια επαναλαμβανόμενη τακτή διαδικασία ή γίνεται με βάση απαραβίαστους κανόνες: Tα ερωτικά παιχνίδια των ζώων. Tο ~ της πολιτικής εξουσίας. ΦΡ παίζω διπλό* ~. παίζω* το ~ κάποιου. IV. (μτφ.) τέχνασμα, κόλπο: α. για το ξεγέλασμα ή την παραπλάνηση των νοητικών διεργασιών ή των αισθήσεων: Tα λεκτικά και ηχητικά παιχνίδια του ποιήματος. β. για την εξαπάτηση προσώπου. ΦΡ (παίζω) άσχημο ~, εξαπατώ ή συμπεριφέρομαι άσχημα: Mου σκάρωσαν / μου έπαιξαν άσχημο ~ και μου πήραν όλες μου τις οικονομίες. γ. για τη γελοιοποίηση ή διακωμώδη ση κάποιου· φάρσα.
παιχνιδάκι το & παιγνιδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως 1. (συναισθ.) παιχνίδιI1: Mάζεψε τα παιχνιδάκια σου, αγόρι μου. 2. (μτφ.) παιχνίδιII2: H δουλειά αυτή δε θα σου πάρει πολλή ώρα, είναι ~. [μσν. παιγνίδι < παιγνίδιον υποκορ. του αρχ. παίγν(ιον) -ίδιον και [γ > x] από επίδρ. της λ. παίχτης]
- παιχνιδιάρης -α -ικο [pexniδjáris] & παιγνιδιάρης -α -ικο [peγniδjáris] Ε9 : 1.που του αρέσει να παίζει: Είναι ~ τώρα, αλλά κάποτε θα σοβαρευτεί. || (για ζώα) που με δεξιότητα επιδίδεται σε παιχνίδια: Παιχνιδιάρα γάτα. 2. (ιδ. στο θηλ.) για νέα γυναίκα που της αρέσει να προκαλεί και να χαριεντίζεται ερωτικά· ναζιάρα.
[μσν. παιγνιδιάρης < παιγνίδ(ι) -ιάρης και με τροπή [γ > x] κατά το παιχνίδι)]
- παιχνιδιάρικος -η -ο [pexniδjárikos] & παιγνιδιάρικος -η -ο [peγniδjá rikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον παιχνιδιάρη ή που αναφέρεται σ΄ αυτόν: Ο ~ τόνος της φωνής του καταντά ενοχλητικός.
παιχνιδιάρικα & παιγνιδιάρικα ΕΠIΡΡ. [παιχνιδιάρ(ης), παιγνιδιάρ(ης) -ικος]
- παιχνιδίζω [pexniδízo] & παιγνιδίζω [peγniδízo] Ρ2.1α : για κίνηση που εκδηλώνεται ζωηρά και χαριτωμένα: Mια ηλιαχτίδα παιχνιδίζει στα μαλλιά της.
[παιχνίδ(ι), παιγνίδ(ι) -ίζω]
- παιχνίδισμα το [pexníδizma] & παιγνίδισμα το [peγníδizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παιχνιδίζω: Tο ~ του κύματος στην ακροθαλασσιά.
[παιχνιδισ- (παιχνιδίζω), παιγνιδισ- (παιγνιδίζω) -ίζω]