Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παιδαγωγός ο [peδaγογós] Ο17 θηλ. παιδαγωγός [peδaγoγós] Ο34 : 1.ο ειδικός στη θεωρητική μελέτη ή στην πρακτική εφαρμογή της παιδαγωγικής επιστήμης: Συνέδριο Ελλήνων παιδαγωγών. Φιλόσοφος και ~. || αυτός που είναι ικανός στο να ασκεί αγωγή, ευεργετική επίδραση στην ψυχική και πνευματική ανάπτυξη των νέων. 2. (μτφ.) αυτός που διαπαιδαγωγεί: Σε καιρούς επαναστατικούς η τέχνη γίνεται ~ των λαών.
[λόγ. < ελνστ. παιδαγωγός `οδηγός΄, αρχ. σημ.: `δούλος επιφορτισμένος να συνοδεύει τα αγόρια στο σχολείο΄ σημδ. γαλλ. pédagogue (στη νέα σημ.) < λατ. paedagogus < αρχ. παιδαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]