Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παγετός ο [pajetós] Ο17 : (μετεωρ.) πολύ δυνατό ψύχος, πτώση της θερμοκρασίας κάτω από το μηδέν που επιφέρει πάγωμα των νερών· (πρβ. παγωνιά, πάγος): Οι οδηγοί να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί τις πρωινές ώρες ενδέχεται να σημειωθεί ~. H φετινή παραγωγή είναι χαμη λή εξαιτίας των παγετών.
[λόγ. < αρχ. παγετός]