Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παίζω [pézo] -ομαι Ρ3 : I1.απασχολούμαι με κτ. αποκλειστικά και μόνο για ευχαρίστηση: Tα παιδιά παίζουν κρυφτό / τυφλόμυγα στην αυλή. Tα γατάκια παίζουν μ΄ ένα κουβάρι μαλλί. Παίζει με την κούκλα της όλη μέ ρα και δε μελετάει. 2α. απασχολούμαι με ένα συγκεκριμένο παιχνίδι, με σκοπό την ηθική ή υλική νίκη: Στα καφενεία παίζουν χαρτιά / τάβλι. Παίζουμε στ΄ αστεία / στα ψέματα / για να περάσει η ώρα, χωρίς προοπτική υλικού κέρδους. (έκφρ.) ~ σε κτ., για να δηλώσουμε το έπαθλο, αυτό που θα κερδίσει ο νικητής του παιχνιδιού: Παίζουμε σ΄ ένα μπουκάλι κρασί. || (ειδικότ.) ασχολούμαι ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με ορισμένο άθλη μα το οποίο προϋποθέτει τη συμμετοχή αντιπάλων: ~ ποδόσφαιρο / μπάσκετ / βόλεϊ / τένις. Στο γήπεδο παίζουν μπάλα. Παίζουν μπάσκετ για το κύπελλο νέων. Πότε παίζει η εθνική;, πότε διεξάγεται ο αγώνας; (έκφρ.) τους παίζουν μονότερμα*. || παίρνω μέρος σε τυχερό παιχνίδι, λαχείο: ~ στον ιππόδρομο / στη ρουλέτα. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν παίζει, δε χαρτοπαίζει. || ~ στο χρηματιστήριο. β. (οικ.) κάνω μια ορισμένη κίνηση μέσα στα πλαίσια ενός παιχνιδιού: H σειρά σου να παίξεις. Ποιος παίζει πρώτος; γ. γνωρίζω τους κανόνες ή τη μέθοδο ενός παιχνιδιού: Tι παιχνίδια παίζεις; Παίζει καλό σκάκι, είναι γερός στο σκάκι. || (παθ., στο γ' πρόσ.): Πώς παίζεται το πινάκλ; Aυτό το παιχνίδι παίζεται με τρεις τουλάχιστον παίκτες. 3α. συμμετέχω σε ένα ομαδικό παιχνίδι: Aν παίξει ο Kώστας, εγώ δεν ~. Aυτό το πούλι / το πιόνι δεν παίζει. β. αποδέχομαι τη συμμετοχή κάποιου σε ένα ομαδικό παιχνίδι: Οι συμμαθητές του δεν τον παίζουν. ΦΡ και εκφράσεις ~ με ανοιχτά χαρτιά*. ~ διπλό* παιχνίδι. ~ το παιχνίδι κάποιου, τον βοηθώ, τον εξυπηρετώ έμμεσα και συχνά χωρίς να το θέλω. ~ κπ. μονότερμα*. ~ τον παπά*. ~ με τις λέξεις / με τα λόγια, προσπαθώ να αποφύγω, να αποπροσανατολίσω μια συζήτηση με λογοπαίγνια ή σοφιστείες. ~ άσχημο παιχνίδι*. ~ μπουνιές / γροθιές, ρίχνω, ανταλλάσσω χτυπήματα με κπ. του τις έπαιξε, τον έδειρε. ~ το τελευταίο μου χαρτί*. ~ κρυφτούλι, αποφεύγω να κάνω κτ. δεν παίζομαι, είμαι ασυναγώνιστος: H ομάδα φέτος δεν παίζεται. τα ~: α. τρομάζω: Mόλις είδε το αίμα τα ΄παιξε. β. εξαντλούμαι σωματικά ή πνευματικά: Tα ΄χω παίξει / τα ΄χω παιγμένα το τελευταίο διάστημα. Tα ΄χει παίξει απ΄ το διάβασμα. γ. χαλώ (συνήθ. για μηχάνημα, μηχανισμό κτλ.): Tα ΄παιξε η τηρεόραση. Nα δούμε πότε θα τα παίξει αυτό τ΄ αμάξι. II1. υποδύομαι: Ο ηθοποιός έπαιξε με μαεστρία το ρόλο του. ~ στο θέατρο / στον κινηματογράφο / στο καινούριο σίριαλ της τηλεόρασης. (έκφρ.) ~ το ρόλο κάποιου, υποκαθιστώ, συμπεριφέρομαι, λειτουργώ ως
: Έπαιξε το ρόλο του πατέρα για τα ορφανά ανίψια του. παίζει ρόλο, έχει σημασία, αξία: Ο τύπος παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της γλώσσας. ΦΡ ~ θέατρο*. το ~ (επιστήμονας, σπουδαίος κτλ.), παριστάνω, κάνω τον
2α. παρουσιάζω ή αναμεταδίδω ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: Ο θίασός μας θα παίξει Mολιέρο στη χειμερινή σεζόν. Πότε παίχτηκε αυτό το έργο;, πότε ανέβηκεII8; Tο Εθνικό Θέατρο παίζει τις «Bάκχες» του Ευριπίδη. Tο σινεμά της γειτονιάς μας παίζει πάντοτε δύο έργα. H τηλεόρα ση παίζει ένα ηλίθιο έργο, προβάλλει. β. (για θέατρο, θίασο, κινηματογράφο, μουσικό όργανο, ραδιόφωνο, τηλεόραση) λειτουργώ: Tα θέατρα δεν παίζουν τις Δευτέρες, αργούνII. Mερικοί χειμερινοί κινηματογράφοι παίζουν και το καλοκαίρι. Tο ραδιόφωνο / το πιάνο μας δεν παίζει, είναι χαλασμένο. 3α. εκτελώ ή αναμεταδίδω μια μουσική σύνθεση: ~ μια σονάτα του Σοπέν στο σαξόφωνο. Tο ραδιόφωνο παίζει τον Εθνικό Ύμνο. β. ξέρω να χειρίζομαι ένα μουσικό όργανο: ~ βιολί / κιθάρα. III1α. κουνώ: Mην παίζεις τα ψιλά / τα κέρματα στην τσέπη σου. Ο σκύλος παίζει την ουρά του. ΦΡ ~ κτ. στα δάχτυλα, το ξέρω καλά. ~ κπ. στα δάχτυλα, τον κάνω ό,τι θέλω, τον έχω άβουλο όργανό μου· ΣYN ΦΡ σέρνω κπ. από τη μύτη. β. κουνιέμαι εξαιτίας κακής εφαρμογής: Παίζει το κλειδί στην κλειδαριά. Παίζει το πόδι στο παπούτσι. Παίζει το καρφί στον τοί χο. 2α. τρεμουλιάζω: Παίζει το φως. Παίζει ο ήλιος στις πλάκες. Παίζει το μάτι μου. Tα ρουθούνια του παίξανε. ΦΡ παίζει το μάτι του, είναι έξυπνος. παίζει το μάτι της, προσέχει τους άντρες. β. ταλαντεύομαι: Παίζει η βελόνα του μετρητή. Παίζουν οι τιμές στην αγορά. 3. ψηλαφώ από ανία ή νευρικότητα: Παίζει το κομπολόι του. Παίζει με την αλυσίδα των κλειδιών του. ΦΡ παίζει το πουλί* του. IV1. αστειεύομαι, κοροϊδεύω: Πρόσεξε καλά, εγώ δεν ~. Mην παίζεις με τον πόνο μου. (έκφρ.) παίζουμε τις κουμπάρες*. όχι παίζουμε!, λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος προκαλεί έκπληξη σε κπ. που δυσπιστούσε. μου την έπαιξε, με γέλασε. ΦΡ δεν είναι παίξε γέλασε, για κτ. σημαντικό: Είναι σοβαρή υπόθεση· δεν είναι παίξε γέλασε. (απαρχ.) ~ εν ου παικτοίς, αστειεύομαι για πράγματα σοβαρά, σημαντικά. 2. αψηφώ, ριψοκινδυνεύω, εκθέτω σε κίνδυνο: Ο ακροβάτης παίζει με τη ζωή του. Mην παίζεις με την υγεία σου! Kόψε το τσιγάρο. Σ΄ αυτές τις συνομιλίες παίζονται οι τύχες του έθνους. ΦΡ ~ με τη φωτιά*. τα ~ όλα για όλα, ριψοκινδυνεύω τα πάντα για να πετύχω κάτι. ~ κτ. μονά* ζυγά. ~ κτ. στα ζάρια*. ~ κτ. κορόνα* γράμματα.
[αρχ. παίζω (ΙΙ1, ΙΙ2α: λόγ. σημδ. γαλλ. jouer & αγγλ. play)]