Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πίστωση η [pístosi] Ο33 : 1. παροχή χρημάτων με δανεισμό ή μεταβίβαση εμπορευμάτων χωρίς άμεση καταβολή του αντιτίμου τους: ~ με εγγύηση / με υποθήκη. Aγοράζω / πουλάω με ~. Tραπεζική / ιδιωτική / κρατική ~. Kάνω ~ σε κπ. (λόγ. έκφρ.) επί πιστώσει, βερεσέ. ANT τοις μετρητοίς: Aγορά / πώληση επί πιστώσει. (έκφρ.) ~ χρόνου, χρονικό περιθώριο, προθεσμία, παράταση: H κυβέρνηση ζήτησε από το λαό ~ χρόνου, για να αποδώσουν τα μέτρα που πήρε. Xρειάζομαι μια μικρή ~ χρόνου, για να παραδώσω την εργασία. || ορισμένη ποσότητα εμπορευμάτων ή κυρίως ποσό χρημάτων που παίρνει κάποιος ως πίστωση: Παγωμένες πιστώσεις, που το αρχικό τους κεφάλαιο μένει ανεξόφλητο για πολύν καιρό και αυξάνεται με τους τόκους. 2. το χρηματικό ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κπ., που προορίζεται για πληρωμές. α. (για τον κρατικό προϋπολογισμό) χρηματικό ποσό που διατίθεται για την πραγματοποίηση πληρωμών: Εγγραφή / έγκριση / χορήγηση / περικοπή / αύξηση πιστώσεων. Πιστώσεις για δημόσια έργα / για επενδύσεις / για διορισμούς. β. (λογιστ.) εγγραφή πίστωσης σε λογιστικό βιβλίο. || το ίδιο το χρηματικό ποσό και η θέση του στο λογιστικό βιβλίο. ANT χρέωση.
[λόγ. < αρχ. πίστω(σις) -ση `διαβεβαίωση΄ σημδ. γαλλ. crédit, créance]