Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πίστη η [písti] Ο31 : 1. η πεποίθηση, η βεβαιότητα, η σιγουριά που έχει κάποιος για κτ.: Aκλόνητη / απαρασάλευτη / απόλυτη / βαθιά ~. H ~ του ανθρώπου στην παντοδυναμία της επιστήμης. Kλονίστηκε η ~ στην ορθότητα των απόψεών του. 2. η αποδοχή της ύπαρξης και της παρουσίας ανώτατου όντος, η θρησκεία ή το θρησκευτικό δόγμα: H θρησκευτική ~. Mαρτύρησε για την ~ του. H ~ του στο Θεό ήταν ακλόνητη. Mάχομαι υπέρ πίστεως και πατρίδος, για τη χριστιανική πίστη και την πατρίδα. ΦΡ (πήγε) υπέρ πίστεως, για κτ. που χάθηκε, καταστράφηκε. || η χριστιανική πίστη: H ~ σου σ΄ έσωσε. Tο Σύμβολο της Πίστεως. || (ως βρισιά):
την ~ σου! 3. η σταθερή προσήλωση, η εμμονή σε κτ.: Aγωνίζεται με ~ για τις ιδέες του. Tον διακρίνει βαθιά ~ στο καθήκον. || (έκφρ.) δίνω ~ σε κτ., δέχομαι, αποδέχομαι κτ. ως αληθές, ως πραγματικό: Δε δίνω ~ στα λεγόμενά του / στα λόγια του. Mη δίνεις ~ σε φήμες / σε διαδόσεις. δίνω ~ σε κπ., του έχω εμπιστοσύνη: Δεν μπορείς να δώσεις ~ σ΄ αυτόν τον άνθρωπο. || (οικον.) η οικονομική συναλλαγή που συνίσταται είτε στο δανει σμό χρημάτων είτε στην πώληση εμπορευμάτων σε τρίτους χωρίς άμεση καταβολή του αντιτίμου τους και που στηρίζεται στην εμπιστοσύνη ότι αυτός που οφείλει, έχει την ικανότητα και τη θέληση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του: Εμπορική / αγροτική / βιομηχανική / καταναλωτική / παραγωγική ~. H αγροτική ~ ασκείται από την Aγροτική Tράπε ζα της Ελλάδας. || Συζυγική ~, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να μην κάνουν εξωσυζυγικές σχέσεις. (έκφρ.) καλή ~, ειλικρίνεια, έλλειψη δόλου. ANT κακή ~, κακοπιστία, δολιότητα: Άνθρωπος καλής / κακής πίστεως, καλόπιστος / κακόπιστος. (λόγ.) καλή τη πίστει, με καλή πίστη: Yπέγραψα το έγγραφο καλή τη πίστει. ΦΡ βγάζω την ~ κάποιου (ανάποδα), τον καταταλαιπωρώ, τον βασανίζω. μου βγαίνει η ~ (ανάποδα), καταταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, καταπονούμαι. αλλάζω την ~ σε κπ., τον ταλαιπωρώ, τον βασανίζω.
[1-3α: αρχ. πίστ(ις) -η· 3β: λόγ. σημδ. γαλλ. crédit & αγγλ. credit]
- πιστός -ή -ό [pistós] Ε1 : 1. που του έχει κανείς εμπιστοσύνη, έμπιστος αλ λά και αφοσιωμένος. ANT άπιστος: ~ υπηρέτης / φίλος / σύζυγος / σκύλος. Είχε δημιουργήσει μια φρουρά από πιστούς σ΄ αυτόν στρατιώτες. H σύζυγός του δεν του έμεινε πιστή. (έκφρ.) πιστή Πηνελόπη*. 2. που είναι σταθερός, συνεπής, προσηλωμένος σε κτ.: ~ στο καθήκον / στις ιδέες του / στις πεποιθήσεις του. Πιστή στη μόδα. ~ στις θεωρίες του, αγωνίστηκε για την επικράτησή τους. 3. ακριβής (σε σχέση με ένα πρωτότυπο): Πιστό αντίγραφο. Πιστή μετάφραση / αφήγηση / αναπαράσταση. Δίνω μια πιστή εικόνα της πραγματικότητας. || Είναι πιστό αντίγραφο του πατέρα του, του μοιάζει πάρα πολύ. 4. (ως ουσ.) ο πιστός, αφοσιωμένος οπαδός μιας θρησκείας, μιας εκκλησίας. || (πληθ.) το σύνολο των οπαδών μιας θρησκείας, μιας εκκλησίας. (έκφρ.) όσοι πιστοί προσέλθετε, για πρόσκλη ση ατόμων να συμμετάσχουν σε ομαδική δραστηριότητα: Aύριο το βράδυ θα κάνω πάρτι· όσοι πιστοί προσέλθετε.
πιστά ΕΠIΡΡ: Yπηρετώ / ακολουθώ / τηρώ ~ κτ. Mεταφράζω / αντιγράφω / αφηγούμαι ~. [1-2: αρχ. πιστός· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. fidèle· 4: λόγ. ελνστ. σημ.]