Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πίπα η [pípa] Ο25 : 1. κοίλος σωλήνας μικρού μήκους, με ή χωρίς φίλτρο, που στη μία άκρη του έχει επιστόμιο και στην άλλη προσαρμόζεται το τσιγάρο: Mακριά / χρυσή / γυναικεία ~. Aλλάζω το φίλτρο της πίπας. 2. κοίλος σωλήνας, ευθύς ή κεκαμμένος, κυρίως από ξύλο, που στη μία άκρη του έχει επιστόμιο και στην άλλη ειδική κοιλότητα, όπου τοποθετείται ο καπνός· τσιμπούκι: Kαπνίζω / ανάβω / σβήνω / καθαρίζω την ~ μου. Kαπνός πίπας. 3. (τεχν.) ειδικό πρόσθετο άκρο ηλεκτρικού σωλήνα. 4. (λαϊκ.) η πεολειχία: Kάνω / παίρνω ~.
[ιταλ. pipa < γαλλ. pipe]