Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πίθος
1 εγγραφή
πίθος ο [píθos] Ο18 : (λόγ.) το πιθάρι. || (έκφρ.) ο ~ των Δαναΐδων, δηλώνει τη ματαιοπονία μιας προσπάθειας που δεν υπάρχει περίπτωση, δυνατότητα να ολοκληρωθεί με επιτυχία.

[λόγ. < αρχ. πίθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες