Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πίθηκος ο [píθikos] Ο20α θηλ. πιθηκίνα [piθi
ína] Ο26 : 1. γενική ονομα σία ανώτερων θηλαστικών της τάξης των πρωτευόντων (εκτός από την οικογένεια των ανθρωποειδών), που περιλαμβάνει είδη όπως ο γορίλλας, ο χιμπατζής, ο μπαμπουίνος, η μαϊμού κτλ.: Ο Δαρβίνος υποστήριξε πρώτος ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Στο ζωολογικό κήπο τα παιδιά διασκέδαζαν με τους πιθήκους. 2. (μτφ., για άνθρ.) άσχημος, τριχωτός: Πώς τον παντρεύτηκε αυτό τον πίθηκο; πιθηκάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1: Πήγαμε στο ζωολογικό κήπο και είδαμε τα πιθηκάκια. [λόγ. < αρχ. πίθηκος· πίθηκ(ος) -ίνα]