Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέτρινος
1 εγγραφή
πέτρινος -η -ο [pétrinos] Ε5 : 1. που είναι κατασκευασμένος από πέτρα ή από πέτρες: Πέτρινη σκάλα. Πέτρινο σπίτι. Πέτρινο άγαλμα. || Ο ~ όγκος του Yμηττού. 2. (μτφ.) που είναι πολύ σκληρός από συναισθηματι κή άποψη: Πέτρινη καρδιά.

[λόγ. < αρχ. πέτρινος `βραχώδης΄ κατά την ελνστ. σημ. της λ. πέτρα `πέτρινο υλικό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες