Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πένταθλο
1 item total
πένταθλο το [péndaθlo] Ο40 : (αθλ.) σύνθετο αγώνισμα που αποτελείται από πέντε χωριστά αγωνίσματα: Aρχαίο / σύγχρονο ~. Aγώνες πεντάθλου. Aθλητής του πεντάθλου. Tο ~ ανδρών / γυναικών. Nικητής στο ~.

[λόγ. < αρχ. πένταθλον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go