Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πέμπτος -η -ο [pémptos & pémtos] Ε3 : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός πέντε: Πέμπτη φορά. Tην πέμπτη μέρα μετά τη λήξη. Πέμπτο τεύχος. ΦΡ πέμπτη φάλαγ γα, ως χαρακτηρισμός ατόμων ή ομάδας που δρα στο εσωτερικό μιας χώρας ή μιας κοινότητας, φαινομενικά υπέρ αυτής αλλά στην πραγματικότητα για τα συμφέροντα και κατά τις εντολές του εχθρού. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον τέταρτο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την πέμπτη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψήφιους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο πέμπτος: α. ο πέμπτος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον πέμπτο. β. ο μήνας Mάιος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-05-1900, πρώτη πέμπτου. 2. η πέμπτη: α. η πέμπτη μέρα: Tην πέμπτη του μηνός. β. πέμπτη τάξη δημοτικού: Είναι μαθητής της πέμπτης. Πηγαίνει στην πέμπτη. γ. (μουσ.) διάστημα μεταξύ πέντε φθόγγων. δ. η πέμπτη ταχύτητα (σε ένα όχημα): Bάζω την πέμπτη. ε. (μαθημ.) η πέμπτη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην πέμπτη. στ. πέντε χαρτιά της τράπουλας με το ίδιο νούμερο ή πέντε χαρτιά της τράπουλας στη σειρά με το ίδιο χρώμα. 3. το πέμπτο: α. το ένα από τα πέντε ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) πέμπτο του οικοπέδου. β. το πέμπτο πάτω μα ενός σπιτιού: Mένει στο πέμπτο.
πέμπτον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σει ρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: Πρώτον δε θ΄ αντιμιλάς, , ~ δε θα γκρινιάζεις. [λόγ. < αρχ. πέμπτος]