Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάστρα 1 η [pástra] Ο25α : (λαϊκότρ.) καθαριότητα: Tο σπίτι έλαμπε από ~.
[μσν. πάστρα < σπάστρα < σπαστρ(εύω) -α (αναδρ. σχημ.) κατά το σπαστρεύω > παστρεύω, δες λ.]
- πάστρα 2 η : (σπάν.) είδος χαρτοπαιγνίου· ξερή.
[< πάστρα 1]