Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάροικος ο [párikos] Ο19 : αυτός που είναι μόνιμα εγκατεστημένος σε μία ξένη χώρα, χωρίς να έχει σ΄ αυτήν πολιτικά δικαιώματα.
[λόγ. < ελνστ. πάροικος `που μένει προσωρινά σε ξένη χώρα΄, αρχ. σημ.: `γειτονικός΄]