Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάροδος 1 η [pároδos] Ο36 : I. μικρός δευτερεύων δρόμος που οδηγεί σε άλλο μεγαλύτερο και κυριότερο: Λίγο πριν φτάσει στο τέρμα έστριψε σε μια πάροδο και χάθηκε. II. καθεμία από τις δύο πλάγιες εισόδους στην ορχήστρα αρχαίου θεάτρου και συνεκδοχικά η πρώτη είσοδος του χορού στην ορχήστρα καθώς και το πρώτο χορικό άσμα που έψαλλε ο χορός κατά την είσοδό του από την πάροδο.
[λόγ. < αρχ. πάροδος]
- πάροδος 2 η : (λόγ.) για χρόνο, η παρέλευση, το πέρασμα: Mε την πάροδο του χρόνου / των ετών όλα θα ξεχαστούν. Mετά πάροδο είκοσι μηνών
(έκφρ.) (ειρήσθω) εν παρόδω, παρεμπιπτόντως, όταν πρόκειται για παρέκβαση στο λόγο.
[λόγ. < πάροδος 1 σημδ. γαλλ. passage ή του λαϊκού πέρασμα (η έκφρ. ειρήσθω εν παρόδω < αρχ. εἰρήσθω, δες λ., + ελνστ. φρ. ἐν παρόδῳ `επ΄ ευκαιρία, ακροθιγώς΄)]