Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάπυρος ο [pápiros] Ο20α : 1. φυτό της Aφρικής με ψηλό, λεπτό, τριγωνι κής διατομής βλαστό πράσινου χρώματος, που καταλήγει σε ένα θύσανο από φύλλα: Ο ~ είναι υδροχαρές φυτό. 2. γραφική ύλη, με τη μορφή φύλλου ή ρολού, που παραγόταν στην αρχαιότητα με την επεξεργασία του βλαστού του φυτού πάπυρος: Οι αρχαίοι έγραφαν πάνω σε πάπυρους ή σε περγαμηνές. 3. αρχαίο κείμενο γραμμένο πάνω σε φύλλο ή σε ρολό από πάπυρο: Οι επιστήμονες κατάφεραν τελικά να διαβάσουν τον πάπυ ρο.
[λόγ.: 1, 2: ελνστ. πάπυρος· 3: σημδ. γαλλ. papyrus < ελνστ. πάπυρος]