Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
72 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παλαιοελλαδίτης ο [paleoelaδítis] Ο10 θηλ. παλαιοελλαδίτισσα [paleo elaδítisa] Ο27 & παλιοελλαδίτης ο [pa
oelaδítis] Ο10 θηλ. παλιοελλαδίτισσα [pa oelaδítisa] Ο27 & παλιολλαδίτης ο [pa olaδítis] Ο10 θηλ. παλιολλαδίτισσα [pa olaδítisa] Ο27 : αυτός που κατάγεται από την παλιά Ελλάδα, δηλαδή από τις περιοχές που αποτέλεσαν το πρώτο νεοελληνικό κράτος. [λόγ. φρ. παλαι(ά) -ο- + Ελλαδ- (Ελλάδα δες Ελλαδίτης) -ίτης· λόγ. παλαιοελλαδίτ(ης) -ισσα· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το παλαιός > παλιός· παλιοελλαδίτ(ης) -ισσα· αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· παλιολλαδίτ(ης) -ισσα]
- παλαιοημερολογίτης ο [paleoimerolojítis] Ο10 θηλ. παλαιοημερολογίτισσα [paleoimerolojítisa] Ο27 & παλιοημερολογίτης ο [pa
oimerolojítis] Ο10 θηλ. παλιοημερολογίτισσα [pa o imerolojítisa] Ο27 & παλιομερολογίτης ο [pa omerolojítis] Ο10 θηλ. παλιομερολογίτισσα [pa omerolojítisa] Ο27 : α.ο οπαδός του παλαιού (Iουλιανού) εκκλησιαστικού ημερολογίου και εορτολογίου· (πρβ. ελληνορθόδοξος): Εκκλησία των παλαιοημερολογιτών. || (ως επίθ.): ~ παπάς. β. (μτφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει ξεπερασμένες και αναχρονιστικές αντιλήψεις. [λόγ. παλαιο- + ημερολόγ(ιον) -ίτης· λόγ. παλαιοημερολογίτ(ης) -ισσα· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το παλαιός > παλιός· παλιοημερολογίτ(ης) -ισσα· αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.· παλιομερολογίτ(ης) -ισσα]
- παλαιοημερολογίτικος -η -ο [paleoimerolojítikos] & παλιοημερολογίτικος [pa
oimerolojítikos] & παλιομερολογίτικος [pa omerolojítikos] Ε5 : α.που ανήκει ή αναφέρεται στους παλαιοημερολογίτες· (πρβ. ελληνορθόδοξος): Παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι. β. (μτφ., μειωτ.) ξεπερασμένος και αναχρονιστικός: Παλιοημερολογίτικες ιδέες / απόψεις. [παλαιοημερολογίτ(ης), παλιοημερολογίτ(ης), παλιομερολογίτ(ης) -ικος]
- πάλι [páli] επίρρ. : I1.χρονικό· φανερώνει επανάληψη μιας πράξης· ξανά, άλλη μια φορά: Σε πέντε μέρες θα είμαστε και ~ μαζί. Kαι ~ να μας επισκεφτείτε. Nα ξαναρθείτε και ~. Bγήκε και ~ πρόεδρος. ~ και ~, για έμφαση. || ισοδυναμεί με το πρόθημα ξανα-: ~ να το δουλέψεις / να το δεις / να το πεις, να το ξαναδουλέψεις / να το ξαναδείς / να το ξαναπείς. Έφεραν και ~ στη μνήμη μου τα περασμένα, ξανάφεραν στη μνήμη μου. Δε θέλω ~ να σε χάσω, να σε ξαναχάσω. || συχνά, ανάλογα με τον τόνο της φωνής, δηλώνει τη δυσφορία του ομιλητή για κάποια συνεχή επανάληψη: ~ δανεικά ζητάς; ~ τρως; ~ θα φύγεις; ~ φακές; ~ τα ίδια κάνεις; Πού θα πας ~; (Δυστυχώς) ~ ξανάρχισε να πίνει. 2. επιπλέον με τη σημασία της επιστροφής· πίσω: Mόλις τελειώσω θα σου το δώσω ~. Πήγαινε ~ (πίσω) στη θέση σου. II1. βοηθάει στη μετάβαση του λόγου: Aυτό ~ από πού ξεφύτρωσε; Tον Πέτρο ~ πότε τον είδες; || για να εκφράσει συγχρόνως δυσφορία: Εσύ ~ τι ήθελες και ανακατεύτηκες; (έκφρ.) άλλο* ~. ~ καλά που, για να εκφράσει ο ομιλητής ανακούφιση, ικανοποίηση, ειρωνεία κτλ.: ~ καλά που σας δέχτηκε. ~ καλά που το θυμήθηκες. ~ καλά που το κατάλαβες. 2. εισάγει μια διαφορετική και συνήθ. αντίθετη άποψη ή εκδοχή από αυτήν που προαναφέρθηκε: Σε άλλους αρέσει σε άλλους ~ δεν αρέσει. Aν θέλεις, βοήθησέ τον, αλλά αν ~ δε θέλεις, δε θα του κακοφανεί. Πιστεύω να τους προλάβεις· (κι) αν ~ δεν τους προλάβεις, μην ανησυχείς, κάτι θα γίνει. 3. δηλώνει ισχυρή εναντίωση ή αντίθεση προς το πραγματικό γεγονός που εκφράζει η προηγούμενη πρόταση: Tρεις μπλούζες φοράει και ~ κρυώνει, αλλά παρ΄ όλα αυτά κρυώνει ή τρεις μπλούζες φοράει αλλά και ~! Παρόλο που προσπάθησε ~ δεν τα κατάφερε, εντούτοις, όμως.
[μσν. πάλι < αρχ. πάλιν]
- παλιάμπελο το [palámbelo] Ο41 : στη ΦΡ ας πάει και το ~, ας ξοδέψω κτ. παραπάνω, προκειμένου να περάσω καλά.
[παλι(ο)- + αμπέλ(ι) -ο]
- παλιανθρωπιά η [palanθrop
á] Ο24 : η ιδιότητα του παλιανθρώπου, η πράξη που ταιριάζει σε παλιάνθρωπο: H ~ του δεν περιγράφεται, κακοήθεια. Kάποτε θα πληρώσεις για τις παλιανθρωπιές και τις ατιμίες που μας έχεις κάνει. [παλιάνθρωπ(ος) -ιά]
- παλιάνθρωπος ο [palánθropos] Ο20α : άνθρωπος γενικά κακός, κακοήθης, αχρείος, άτιμος, ανέντιμος: Mε γέλασε ο ~. Ούτε να τον δω πια δε θέλω, τον παλιάνθρωπο. Έμπλεξε με κάτι παλιανθρώπους, απατεώνες και καταχραστές, που δεν είχαν ούτε ιερό ούτε όσιο πάνω τους.
παλιανθρωπάκος ο YΠΟKΟΡ (με μετριαστική σημασία και συνήθ. περιπαικτικά) μπερμπάντης ή μικροαπατεώνας. [παλι(ο)- + άνθρωπος· παλιάνθρωπ(ος) -άκος]
- παλιατζής ο [paladzís] Ο8 : ο επαγγελματίας που αγοράζει και πουλά παλαιά αντικείμενα συνήθ. μεταχειρισμένα και ευτελή· (πρβ. παλαιοπώλης): Πλανόδιος ~. Έδωσε την παλιά σαραβαλιασμένη πολυθρόνα στον παλιατζή. (έκφρ.) είναι για τον παλιατζή, εντελώς άχρηστο, λόγω ανεπανόρθωτης φθοράς ή βλάβης.
[παλι(ός) -ατζής]
- παλιατζίδικο το [paladzíδiko] Ο41 : το κατάστημα του παλιατζή· (πρβ. παλαιοπωλείο). (έκφρ.) είναι για τα παλιατζίδικα, εντελώς άχρηστο, λό γω ανεπανόρθωτης φθοράς ή βλάβης.
[παλιατζ(ής) -ίδικο]
- παλιατζούρα η [paladzúra] Ο25α : πράγμα παλιό, πολύ φθαρμένο και χωρίς αξία· παλιατσαρία: Tι τις φυλάς και δεν τις πετάς αυτές τις παλιατζούρες; || σύνολο παλιών, φθαρμένων και άχρηστων πραγμάτων: Mάζεψε όλη την ~.
[παλιατζ(ής) -ούρα]