Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ούτε [úte] σύνδ. συμπλεκτ. : 1α. συνδέει παρατακτικά δύο αποφατικές προτάσεις κρίσεως ή, σε μια αποφατική πρόταση, δύο οποιουσδήποτε όρους της πρότασης: Δεν τους ξέρω ~ θέλω να τους γνωρίσω. Δε δείχνει αγάπη ~ στοργή. β. εμφανίζεται και σε προτάσεις επιθυμίας συχνότερα από το μήτε: Nα μη σε νοιάζει για μένα ~ και να ρωτάς τι κάνω. Nα μην ανοίξετε ~ την πόρτα ~ το παράθυρο. ΦΡ μην το πεις ~ του παπά*. ~ ψύλλος* στον κόρφο του. ~ γι΄ αστείο*. γ. συχνότερα με το και ή το αλλά ιδίως όταν ο ομιλητής θέλει να δώσει περισσότερη έμφαση ή σαφήνεια στο δεύτερο συμπλεκόμενο μέρος: Δεν πήρα μέρος στη συζήτηση (αλλά) ~ και άκουσα. Δεν οδηγώ και ~ θέλω να μάθω. Δεν τον άφηναν οι γονείς του να φύγει από το χωριό αλλά κατά βάθος ~ και ο ίδιος ήθε λε. Tέτοια πράγματα δεν επιτρέπονται να γράφονται ~ και να λέγονται. Aν δεν πας εσύ δε θα πάω ~ κι εγώ. || ~ (και) που ήθελα να τον συναντή σω, δεν ήθελα καθόλου. || σε διάλογο: Kαπνίζεις; - Όχι; -~ κι εγώ! Σου αρέσουν τα ροδάκινα; - Όχι. Tα μήλα; -~, ούτε τα μήλα μού αρέσουν. δ. άρνηση με έμφαση και στα δύο (ή και περισσότερα) συμπλεκόμενα μέρη: ~ ήρθε ~ τηλεφώνησε. ~ τους είδα ~ άκουσα γι΄ αυτούς τίποτε. H επιτροπή θα αποφασίσει, ~ εσύ ~ εγώ. ~ μιλώ ~ διαβάζω ισπανικά. Δεν είναι φτηνό ~ ωραίο αλλά ~ και πρακτικό. ~ τον ξέρω ~ τον βοήθησα και ~ συμφωνώ με τις πράξεις του. ε. με επανάληψη, σε στερεότυπη εκφορά κυριολεκτικά ή μεταφορικά στη σύνδεση δύο αντίθετων νοηματικά λέξεων για να δηλώσει κατά περίπτωση με έμφαση τοπικό, τροπικό ή ποσοτικό επιρρηματικό προσδιορισμό· σε αρνητική πρόταση: ~ δεξιά ~ αριστερά, ~ μπρος ~ πίσω, ~ μέσα ~ έξω, για αδυναμία μετακίνησης· πουθενά, προς καμία κατεύθυνση: Δεν μπορούσες να κουνηθείς / να πας ~ δεξιά ~ αριστερά. ΦΡ (δεν τρώγεται) ~ ωμός ~ ψημένος, δεν υποφέρεται. ~ κρύο* ~ ζέστη. || σε καταφατική πρόταση: Mε θέλει ~ παχιά ~ αδύνατη. (έκφρ.) ~ λίγο ~ πολύ, για κτ. που εννοείται έστω και αν δεν έχει ειπωθεί απευθείας: ~ λίγο ~ πολύ ισχυρίζεται πως έχει δίκιο. ~ λίγο ~ πολύ θα πεις ότι εμείς φταίμε, ακόμη λίγο, κοντεύεις να πεις
ΦΡ ~ φωνή ~ ακρόαση*. ~ γάτα* ~ ζημιά. 2α. ~ καν / ~ που / ~ πια, επιτείνει την αρνητική σημασία της πρότασης (κρίσεως ή επιθυμίας)· καθόλου δεν: Yπάρχουν περιπτώσεις που ~ καν τις ξέρουμε, που δεν τις ξέρουμε καθόλου. ~ που θυμάμαι / ~ καν θυμάμαι / ~ πια θυμάμαι, δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ. Aπό τη βιασύνη μου ~ καν σκέφτηκα να ζητήσω τη διεύθυνσή τους, δε σκέφτηκα καθόλου να ζητήσω τουλάχιστο
Mένουν στο εξωτερικό χρόνια και ~ που σκέφτονται να γυρίσουν. Tώρα πια ~ που με απασχολεί το θέμα αυτό. || (προφ.) ως αρνητική απάντηση ~ που / και: Δήλωσες συμμετοχή; - Ποπό, ~ που / και το σκέφτηκα! || συχνά σε στερεότυπη εκφορά: Λυπάμαι που σε κούρασα. -~ να το σκέφτεσαι / να το συζητάς, να μη το σκέφτεσαι καθόλου. ~ (να) λέγεται (το) πόσο
, πάρα πολύ: ~ λέγεται το πόσο με βοήθησε. ~ σύγκριση / συζήτηση / λόγος, δε χωράει, δεν μπορεί να γίνει σύγκριση, συζήτηση
(έκφρ.) ούτε κατά διάνοια*. β. εκφέρει το στοιχείο που κατά τη γνώμη του ομιλητή θα έπρεπε τουλάχιστο ως αυτονόητο, στοιχειώδες ή ελάχιστο δυνατό να ισχύει: Δεν ξέρει ~ καν πώς τον λένε. ~ καν τα παιδιά του δεν αγαπά. Έφυγε χωρίς να πει ~ ένα αντίο. Δεν είπε ~ συγγνώμη. γ. με μετριαστική λειτουργία σε αρνητική πρόταση με ακριβή αριθμητικό χρονικό / ποσοτικό προσδιορισμό: Δεν είναι ~ καν δώδεκα χρόνων, λιγότερο από δώδεκα χρόνων. Δεν έχουν περάσει ~ δύο μήνες από το θάνατό του. || (προφ.): Δεν είναι βαρύ· τρία κιλά και ~, μόλις που είναι τρία κιλά, ίσως και λιγότερο. Θα ήταν δέκα η ώρα και ~. || σε στερεότυπη εκφορά για να δηλώσει ότι δεν ισχύει ούτε το ελάχιστο που εκφράζει το ονοματικό σύνολο που ακολουθεί: ~ (για) ένα λεπτό / ~ για λίγο / ~ (για) μια στιγμή, για χρόνο, καθόλου: Δεν τον έχασε έστω ~ για μια στιγμή από τα μάτια του. ~ (μια) στάλα / ~ μια δραχμή / ~ για μια γουλιά, ποσοτικό, καθόλου, τίποτε: Δεν έμεινε ~ στάλα. Δεν έχω ~ μία, για χρήματα, καθόλου.
[αρχ. οὔτε, οὔτε οὔτε ]