Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ούρο το [úro] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : διαφανές υγρό με ιδιάζουσα οσμή, το οποίο δημιουργείται στα νεφρά, αποθηκεύεται στην ουροδόχο κύστη και χύνεται έξω περνώντας από την ουρήθρα· κάτουρο: Ούρα ανθρώπου / ζώου. Aκράτεια ούρων, αδυναμία του ανθρώπου να τα συγκρατήσει. Aνάλυση / καλλιέργεια ούρων, μικροβιολογική εξέταση των ούρων κάποιου για διαγνωστικούς σκοπούς. Διαπιστώθηκε ύπαρξη σακχάρου / αίματος στα ούρα του ασθενή.
[λόγ. < αρχ. οsρον]
- ουρο- [uro] & ουρό- [uró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ουρ- [ur], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στα ούρα: ~γεννητικός, ~γόνος, ~δόχος, ~φόρος. 2. στο ουροποιητικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος: ουραγωγός, ουραιμία, ~γραφία, ~λιθίαση, ουρόλιθος, ~λοίμωξη· ~λόγος.
[λόγ. < διεθ. ur(o)- < θ. του αρχ. ουσ. οsρο(ν) ως α' συνθ.: ουρο-λιθίαση < νλατ. urolithiasis, ουρο-ποιητικός < γαλλ. uréopoiétique, ουρο-γραφία < διεθ. uro- + graphy]
- ουρογεννητικός -ή -ό [urojenitikós] Ε1 : (ανατ.) Ουρογεννητικό σύστημα, τμήμα του οργανισμού που ανήκει και στο ουροποιητικό και στο γεννητικό σύστημα.
[λόγ. ουρο- + γεννητικός μτφρδ. γαλλ. uro-génital]
- ουροδοχείο το [uroδoxío] Ο39 : μικρό δοχείο κατάλληλο για να ουρούν οι ασθενείς.
[λόγ. < ελνστ. οὐροδοχεῖον]
- ουροδόχος -ος / -α -ο [uroδóxos] Ε14 : (ανατ.) ~ κύστη, στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα πριν οδηγηθούν έξω από τον οργανισμό μέσο της ουρήθρας.
[λόγ. < ελνστ. οὐροδόχος]
- ουρολιθίαση η [uroliθíasi] Ο33 : (ιατρ.) σχηματισμός ουρολίθων στο ουροποιητικό σύστημα.
[λόγ. < γαλλ. urolithiasis < uro- = ουρο- + lithiasis < αρχ. λιθία(σις) -ση]
- ουρόλιθος ο [uróliθos] Ο19 : (ιατρ.) στερεοποιημένη μάζα, πέτρα, η οποία σχηματίζεται από τα άλατα των ούρων στο ουροποιητικό σύστημα.
[λόγ. < διεθ. uro- = ουρο- + αρχ. λίθος]
- ουρολογία η [urolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με το ουροποιητικό σύστημα: Mάθημα / βιβλίο ουρολογίας.
[λόγ. < γαλλ. urologie < uro- = ουρο- + -logie = -λογία]
- ουρολογικός -ή -ό [urolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ουρολογία ή τον ουρολόγο: Ουρολογική κλινική. Ουρολογικό συνέδριο.
[λόγ. < γαλλ. urologique < urolog(ie) = ουρολογ(ία) -ique = -ικός]