Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οψιανός ο [opsianós] & οψιδιανός ο [opsiδianós] Ο17 : (ορυκτ.) ονομασία ηφαιστειογενών πετρωμάτων με σκληρή υφή και σκούρο χρώμα: Nεολιθικά εργαλεία και όπλα καμωμένα από οψιανό.
[λόγ. < ελνστ. ὀψιανός λίθος < λατ. obsianus· λόγ. < γαλλ. obsidian(e) -ός < λατ. obsidianus παραλλαγή της λ. obsianus]